Greek Meaning of mikado
mikado
Other Greek words related to mikado
- εμίρης
- Καίσαρας
- τσάρος
- εμίρης
- Αυτοκράτορας
- αυτοκράτειρα
- καίσαρ (kaisár)
- βασιλιάς
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Σατράπης
- σάx
- Σουλτάνος
- Σουβερένος
- Τσάρος
- Τσαρίνα
- τσάρος
- εμίρης
- Αὐτοκράτορας
- Τσαρίνα
- χαν
- χεδίβης
- κυρία
- κύριος
- μεγιστάνας
- μονάρχης
- ΠΟτεντάτος
- Χάρακας
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
- σταφίδες
- τσαρίνα
- αυταρχικός
- Μεγάλος αδερφός
- συγκυβερνήτης
- Δέσποτης
- δικτάτορας
- Φύρερ
- Φύρερ
- Φεουδάρχης
- Ανώτατος
- Τύραννος
Nearest Words of mikado
- mihrab => Μιχράμπ
- miguel jose serra => Μιγκέλ Χοσέ Σερά
- miguel de cervantes saavedra => Μιγέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα
- miguel de cervantes => Μιγκέλ ντε Θερβάντες
- migratory quail => Ορτύκι
- migratory locust => ακρίδα η ερημική
- migratory grasshopper => Αποδημητική ακρίδα
- migratory => μεταναστευτικό
- migrator => μετανάστης
- migrational => αποδημητικός
- mikania => μικάνια
- mikania scandens => Μικάνια η αναρριχώμενη
- mike => Μικρόφωνο
- mike tyson => Μάικ Τάισον
- mikhail aleksandrovich bakunin => Μιχαήλ Αλεξάνδροβιτς Μπακούνιν
- mikhail bakunin => Μιχαήλ Μπακούνιν
- mikhail baryshnikov => Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ
- mikhail glinka => Μιχαήλ Γκλίνκα
- mikhail gorbachev => Μιχαήλ Γκορμπατσόφ
- mikhail ilarionovich kutuzov => Μιχαήλ Ιλαρίωνοβιτς Κουτούζοφ
Definitions and Meaning of mikado in English
mikado (n)
the emperor of Japan; when regarded as a religious leader the emperor is called tenno
mikado (n.)
The popular designation of the hereditary sovereign of Japan.
FAQs About the word mikado
Definition not available
the emperor of Japan; when regarded as a religious leader the emperor is called tennoThe popular designation of the hereditary sovereign of Japan.
εμίρης,Καίσαρας,τσάρος,εμίρης,Αυτοκράτορας,αυτοκράτειρα,καίσαρ (kaisár),βασιλιάς,πρίγκιπας,πριγκίπησσα
No antonyms found.
mihrab => Μιχράμπ, miguel jose serra => Μιγκέλ Χοσέ Σερά, miguel de cervantes saavedra => Μιγέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα, miguel de cervantes => Μιγκέλ ντε Θερβάντες, migratory quail => Ορτύκι,