Greek Meaning of mete
μέτρο
Other Greek words related to μέτρο
- εκχωρώ
- διανέμω
- διανέμω
- διαίρεση
- διανέμω
- μερίδα
- παρέχειν
- προμήθεια
- Μοιράστε
- (διανέμω)
- διοικώ
- διανέμω
- εκχωρώ
- συνεισφέρω
- διανέμω
- δωρίσει
- παρέχω
- ζήτημα
- αναλογία
- αναλογικά κατανεμηθεί
- κοινοποιώ
- διαχωρίζω
- διαδίδω
- μετρήσει (έξω)
- διανέμω
- μετρώ
- αναθέτω
- επιτρέψω
- κατάλληλος
- δωρίζω
- συμμετέχω
- κυκλοφορεί
- εκταμιεύω
- μοιράζω
- διασπείρω
- Διαδίδω
- πολύ
- μέρος
- υπόσχεση
- μερίδα
- Επανακατανομή
- Ανακατανεμηθείτε
- διασκορπίζω
- σετ
- μοιράζω
- κουταλιά της σούπας (έξω)
Nearest Words of mete
Definitions and Meaning of mete in English
mete (n)
a line that indicates a boundary
mete (n.)
Meat.
Measure; limit; boundary; -- used chiefly in the plural, and in the phrase metes and bounds.
mete (v. t. & i.)
To meet.
mete (v. i. & t.)
To dream; also impersonally; as, me mette, I dreamed.
mete (a.)
To find the quantity, dimensions, or capacity of, by any rule or standard; to measure.
mete (v. i.)
To measure.
FAQs About the word mete
μέτρο
a line that indicates a boundaryMeat., To meet., To dream; also impersonally; as, me mette, I dreamed., To find the quantity, dimensions, or capacity of, by any
εκχωρώ,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,μερίδα,παρέχειν,προμήθεια,Μοιράστε,(διανέμω)
πτώση,αρνούμαι,απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),διανέμω λανθασμένα,φθονώ,τσίμπημα
metchnikov => Μέτσνικοφ, metchnikoff => Μετσνίκοφ, metazoon => Μεταζωα, metazoic => Μετάζωα, metazoans => μεταζωα,