Greek Meaning of mete out

διανέμω

Other Greek words related to διανέμω

Definitions and Meaning of mete out in English

Wordnet

mete out (v)

administer or bestow, as in small portions

FAQs About the word mete out

διανέμω

administer or bestow, as in small portions

εκχωρώ,διανέμω,διανέμω,διαίρεση,διανέμω,μερίδα,παρέχειν,προμήθεια,Μοιράστε,(διανέμω)

πτώση,αρνούμαι,απαγορεύω,αρνούμαι,απορρίπτω,παρακράτηση,στερώ (από),διανέμω λανθασμένα,φθονώ,τσίμπημα

mete => μέτρο, metchnikov => Μέτσνικοφ, metchnikoff => Μετσνίκοφ, metazoon => Μεταζωα, metazoic => Μετάζωα,