Greek Meaning of meritoriousness

αξιοσύνη

Other Greek words related to αξιοσύνη

Definitions and Meaning of meritoriousness in English

Wordnet

meritoriousness (n)

the quality of being deserving (e.g., deserving assistance)

FAQs About the word meritoriousness

αξιοσύνη

the quality of being deserving (e.g., deserving assistance)

θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,εξαίρετος,άριστος,έντιμος,εντυπωσιακός,αξιέπαινος,αξιέπαινος,άξιος

άξιος μομφής,Εξευτελιστικός,θλιβερό,ατιμωτικός,θλιβερός,θλιβερός,κατακριτέος,ανάξιος,φαύλος,άχρηστος

meritoriously => επάξια, meritorious => άξιος επαίνου, meritocratic => meritokratikó, meritocracy => Αριστοκρατία του αξιοκρατικού, meritmonger => αξιοκράτης,