Greek Meaning of making out
making out
Other Greek words related to making out
- αντιμετώπιση
- κάνει
- τα πηγαίνω καλά
- βγάζω τα πέρα μου
- παίρνω
- Τα βγάζουμε πέρα
- διαχείριση
- έχοντας τα μέσα
- συνεχίζοντας
- διέρχομαι
- Υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου
- Κάνω δουλειές του ποδαριού
- Αυτοσχεδιασμός
- Ξύνοντας (μέσω ή διαμέσου)
- μετατόπιση
- επιζώντες
- επινοώντας
- βγάζω το ψωμί μου
- διαρκής
- ξύσιμο (έξω)
- ζητιανιά
- συμπίεση
- στύψιμο
Nearest Words of making out
- making one's flesh creep => προκαλώ ανατριχίλες
- making one's flesh crawl => προκαλώ ανατριχίλα
- making off with => κλέβοντας
- making off => making of
- making much of => δίνει μεγάλη σημασία στο
- making it (through) => καταφέρνοντάς το
- making good on => εκπλήρωση
- making good for => καλό για
- making good => βελτίωση
- making game of => κοροϊδεύω
Definitions and Meaning of making out in English
making out
to represent or delineate in detail, succeed sense 2, to draw up in writing, to pretend to be true, to find or grasp the meaning of, to see and identify with difficulty or effort, to engage in kissing and petting, understand sense 1a, to see and identify with difficulty, to engage in sexual intercourse, to represent as being, get along, fare, to complete (something, such as a printed form) by supplying required information, to form an opinion or idea about, neck sense 1
FAQs About the word making out
Definition not available
to represent or delineate in detail, succeed sense 2, to draw up in writing, to pretend to be true, to find or grasp the meaning of, to see and identify with di
αντιμετώπιση,κάνει,τα πηγαίνω καλά,βγάζω τα πέρα μου,παίρνω,Τα βγάζουμε πέρα,διαχείριση,έχοντας τα μέσα,συνεχίζοντας,διέρχομαι
καταρρέων,αποτυχημένος,ανεπαρκής,σφαδάζω,μειούμενη,παραιτούμαι,εξασθενίζων,πτωτικό,φθίνουσα,σιγοβράζω
making one's flesh creep => προκαλώ ανατριχίλες, making one's flesh crawl => προκαλώ ανατριχίλα, making off with => κλέβοντας, making off => making of, making much of => δίνει μεγάλη σημασία στο,