Greek Meaning of coping

αντιμετώπιση

Other Greek words related to αντιμετώπιση

Definitions and Meaning of coping in English

Wordnet

coping (n)

brick that is laid sideways at the top of a wall

FAQs About the word coping

αντιμετώπιση

brick that is laid sideways at the top of a wall

κάνει,διέρχομαι,διαχείριση,επιζώντες,έχοντας τα μέσα,τα πηγαίνω καλά,βγάζω τα πέρα μου,παίρνω,Τα βγάζουμε πέρα,Κάνω δουλειές του ποδαριού

καταρρέων,μειούμενη,αποτυχημένος,ανεπαρκής,σφαδάζω,σιγοβράζω,πτωτικό,φθίνουσα,παραιτούμαι,εξασθενίζων

co-pilot => Συγκυβερνήτης, copilot => Συγκυβερνήτης, copier => φωτοτυπικό μηχάνημα, copestone => coping, copesettic => ικανοποιητικό,