Greek Meaning of co-pilot
Συγκυβερνήτης
Other Greek words related to Συγκυβερνήτης
Nearest Words of co-pilot
Definitions and Meaning of co-pilot in English
co-pilot (n)
a relief pilot on an airplane
FAQs About the word co-pilot
Συγκυβερνήτης
a relief pilot on an airplane
άσσος,Πιλότος,πιλότος,πιλότος,πιλότος,Πιλότος δοκιμών,Αεροπόρος ακροβατικών,Πτηνοάνθρωπος,Πιλότος σαβάνας,φυλλάδιο
No antonyms found.
copilot => Συγκυβερνήτης, copier => φωτοτυπικό μηχάνημα, copestone => coping, copesettic => ικανοποιητικό, copesetic => αποδεκτό,