Greek Meaning of link up
συνδέω
Other Greek words related to συνδέω
- συνδυάζω
- συνδέω
- ασφάλεια
- συνεργάτης
- συνενώνομαι
- συζεύγω
- Ζευγάρι
- διαπερνώ
- ενταχθούν
- παντρεύομαι
- ενοποίηση
- ενωθείτε
- Σύμμαχος
- συναρμολογώ
- αλυσίδα
- δέσμη
- σύνθετο
- ομοσπονδιακός
- συγκεντρώνω
- ενώνω
- αστερισμός
- συγκαλώ
- συγκεντρώνω
- εμπόδιο
- γάντζος
- πρωτάθλημα
- φίλος
- συναντώ
- rejoin = επανεισέρχομαι
- επανένωση
- επανένωση
- Σύνδεση
- ζυγός
- επανασύνδεση
Nearest Words of link up
- linkage => Σύνδεση
- linkage editor => Επεξεργαστής συνδέσμων
- linkage group => ομάδα σύνδεσης
- link-attached station => Σταθμός προσάρτησης
- link-attached terminal => Συνδεδεμένος μέσω συνδέσμου τερματικός σταθμός
- linkboy => λαμπαδηφόρος
- linked => συνδεδεμένος
- linked genes => Συνδεδεμένα γονίδια
- linking => σύνδεση
- linking verb => Συνδετικό ρήμα
Definitions and Meaning of link up in English
link up (v)
be or become joined or united or linked
connect, fasten, or put together two or more pieces
make a logical or causal connection
FAQs About the word link up
συνδέω
be or become joined or united or linked, connect, fasten, or put together two or more pieces, make a logical or causal connection
συνδυάζω,συνδέω,ασφάλεια,συνεργάτης,συνενώνομαι,συζεύγω,Ζευγάρι,διαπερνώ,ενταχθούν,παντρεύομαι
χωρισμός,αποσύνδεση,μέρος,ενότητα,ξεχωριστό,Κόβω,διαχωρίζω,διαχωρίζω,Διαχωρίζω,αποσυνδέω
link trainer => Σύνδεσμος εκπαιδευτής, link motion => σύνδεσμος κίνησης, link => σύνδεσμος, lining => επένδυση, linin => λινό,