Greek Meaning of libertine
libertine
Other Greek words related to libertine
- παρακμιακός
- Υποβαθμισμένο
- διεφθαρμένος
- άρρωστος, -η, -ο
- στρεβλός
- κατευνασμένος
- διεφθαρμένος
- εκφυλισμένος
- Αποθαρρυμένος
- διεστραμμένος
- ανέντιμος
- διασκορπισμένος
- ανήθικος
- χαλαρός
- διεστραμμένος
- διεστραμμένος
- άσωτος
- γοητευτικός
- άσωτος
- κακομαθημένος
- Ακάθαρτος
- Ασυνείδητος
- ανθυγιεινό
- κακός
- στραβός
- κακός
- λυγισμένος
- Μολυσμένος
- αδίστακτος
- κακός
- άδικος
- κακούργος
- ποταπός
- αλήτης
- αμαρτωλός
- μολυσμένος
- ανήθικος
- Αδίστακτος
- κακός
- Τσαρλατάνος
Nearest Words of libertine
- libertinage => Λιμπερτινισμός
- liberties => ελευθερίες
- liberticide => καταστροφέας της ελευθερίας
- libertarianism => φιλελευθερισμός
- libertarian => ελευθεριακός
- liberian dollar => Δολάριο Λιβερίας
- liberian coffee => Καφές Λιβερίας
- liberian capital => πρωτεύουσα της Λιβερίας
- liberian => φιλελεύθερος
- liberia => Λιβερία
- libertinism => ακολασία
- liberty => ελευθερία
- liberty bell => Liberty Bell
- liberty cap => σκούφος της ελευθερίας
- liberty chit => άδεια εξόδου
- liberty island => Νησί της Ελευθερίας
- liberty party => Κόμμα της Ελευθερίας
- liberty ship => Πλοίο της ελευθερίας
- libethenite => Λιβεθενίτης
- libidinal energy => λιμπιντική ενέργεια
Definitions and Meaning of libertine in English
libertine (n)
a dissolute person; usually a man who is morally unrestrained
libertine (s)
unrestrained by convention or morality
libertine (n.)
A manumitted slave; a freedman; also, the son of a freedman.
One of a sect of Anabaptists, in the fifteenth and early part of the sixteenth century, who rejected many of the customs and decencies of life, and advocated a community of goods and of women.
One free from restraint; one who acts according to his impulses and desires; now, specifically, one who gives rein to lust; a rake; a debauchee.
A defamatory name for a freethinker.
Free from restraint; uncontrolled.
Dissolute; licentious; profligate; loose in morals; as, libertine principles or manners.
FAQs About the word libertine
Definition not available
a dissolute person; usually a man who is morally unrestrained, unrestrained by convention or moralityA manumitted slave; a freedman; also, the son of a freedman
παρακμιακός,Υποβαθμισμένο,διεφθαρμένος,άρρωστος, -η, -ο,στρεβλός,κατευνασμένος,διεφθαρμένος,εκφυλισμένος,Αποθαρρυμένος,διεστραμμένος
καθαρός,ηθικός,καλός,ειλικρινής,αδιάφθορος,ηθικός,Ευσυνείδητος,δίκαιος,άφθαρτος,άφθαρτος
libertinage => Λιμπερτινισμός, liberties => ελευθερίες, liberticide => καταστροφέας της ελευθερίας, libertarianism => φιλελευθερισμός, libertarian => ελευθεριακός,