Greek Meaning of lander
προσσεληνωτική μονάδα
Other Greek words related to προσσεληνωτική μονάδα
- Χώρα
- βασίλειο
- Έθνος
- Κράτος
- Κοινοπολιτεία
- αυτοκρατορία
- επαρχία
- Δημοκρατία
- Κυριαρχία
- Πόλη-κράτος
- αποικία
- Διαμέρισμα
- Δημοκρατία
- εξάρτηση
- δικτατορία
- Τομέας
- περιοχή
- δουκάτο
- δουκάτο
- εμιράτο
- Πατρίδα
- Μεγάλη δύναμη
- πατρίδα
- εντολή
- Μικροκράτος
- Πολιτεία-νάνος
- μοναρχία
- πατρίδα
- Εθνικό κράτος
- ολιγαρχία
- δύναμη
- Πριγκιπάτο
- βασίλειο
- Ναυτική δύναμη
- φέουδο
- Φέουδο
- οικισμός
- Έδαφος
- κυρίαρχος
- κυρίαρχος
- κυριαρχία
- σουλτανάτο
- υπερδύναμη
- θεοκρατία
- Επίτροπος
- κράτος πρόνοιας
- Παγκόσμια δύναμη
Nearest Words of lander
Definitions and Meaning of lander in English
lander (n)
a town in central Wyoming
a space vehicle that is designed to land on the moon or another planet
lander (n.)
One who lands, or makes a landing.
A person who waits at the mouth of the shaft to receive the kibble of ore.
FAQs About the word lander
προσσεληνωτική μονάδα
a town in central Wyoming, a space vehicle that is designed to land on the moon or another planetOne who lands, or makes a landing., A person who waits at the m
Χώρα,βασίλειο,Έθνος,Κράτος,Κοινοπολιτεία,αυτοκρατορία,επαρχία,Δημοκρατία,Κυριαρχία,Πόλη-κράτος
Εκτόξευση,Ιστιο,επιβιβάζομαι
landed gentry => Ευγενείς, landed estate => Κτήμα, landed => προσγειώθηκε, landdrost => Λάνντροςτ, landaulet => landaulet,