Greek Meaning of know-nothings
know-nothings
Other Greek words related to know-nothings
- γαϊδούρια
- κούκλες
- χήνες
- Σκληροί
- Διαφωνίες
- Νόδι
- ξηροί καρποί
- Γαλοπούλα
- χαζοί
- πουλιά μυαλά
- Φουσκαλοκέφαλοι
- γελωτοποιοί
- Chowderheads
- κλόουν
- γλωσσίσματα
- επιβάτες
- Ντόντο
- χήνες
- Γκόλεμ
- γκάφες
- μπράβοι
- σφυροκέφαλοι καρχαρίες
- Γαϊδουρια
- σπασμοί
- δύτες
- τρελοί
- lunks
- μυώδεις
- Μογγρέλ
- Φυσικά
- Νιμρώδ
- μαλάκες
- άθλιος
- με τα χέρια σταυρωμένα
- Απλοί
- κομπρέσες
- χοντροκέφαλοι
- Yahoos
- ερπετά
- Ντόντο
- τρελοί
- σκάντζοχοιρος
- μετοχές
- γελωτοποιοί
- Θηρία
- αγροίκων
- αλήτες
- αγροίκοι
- θρόμβοι
- κρότοι
- σκύλοι
- Αμυδρά λαμπάκια
- ντιπς
- διαχυτές
- Αλτήρες
- καραμέλες
- κοιτάζει
- τακούνια
- τρελοί
- σβώλοι
- Μόμες
- Κούπες
- κόνιδες
- νουντλς
- αφηρημένος
- σκούνκς
- φίδια
- βρωμιάρηδες
- κακοί
- ξύλινα κεφάλια
- γιο-γιο
Nearest Words of know-nothings
- knows => γνωρίζει
- knuckle down (to) => Στρέφομαι σε (κάτι)
- knuckle under (to) => υποκύπτω (σε κάποιον/κάτι)
- knuckled down => Βάστηξε την πλάτη
- knuckled under => υποχώρησε
- knuckled under (to) => παραχωρώ
- knuckling down => βάζω πλώρη
- knuckling down (to) => εστιάζω (σε κάτι)
- knuckling under => Υπακούω
- knuckling under (to) => υποχωρώ (σε)
Definitions and Meaning of know-nothings in English
know-nothings
ignoramus, a member of a 19th century secret American political organization hostile to the political influence of recent immigrants and Roman Catholics, agnostic, a person who is ignorant
FAQs About the word know-nothings
Definition not available
ignoramus, a member of a 19th century secret American political organization hostile to the political influence of recent immigrants and Roman Catholics, agnost
γαϊδούρια,κούκλες,χήνες,Σκληροί,Διαφωνίες,Νόδι,ξηροί καρποί,Γαλοπούλα,χαζοί,πουλιά μυαλά
τζίνι,ιδιοφυΐες,εγκέφαλοι,Διανοούμενοι,διανοούμενοι,σοφοί,στοχαστές,μάγοι,πολυμαθείς,Άνδρες της Αναγέννησης
know-nothingisms => ξέρει-όλα, knowledges => γνώσεις, know-hows => τεχνογνωσία, knouts => μαστίγια, knouting => μαστίγωμα,