Greek Meaning of inhibits
inhibits
Other Greek words related to inhibits
- Εντροπιάζει
- εμπόδια
- εμποδίζει
- εμποδίζει
- Εμποδίζει
- καθυστερήσεις
- τετράγωνα
- περιορίζει
- κράμπες
- διαταράσσει
- επιβαρύνει
- αναπηρίες
- εμπόδια
- παρεμβαίνει (σε)
- περιορίζει
- φρένα
- αλυσίδες
- όρια
- Δεσμά
- ηνία
- στραγγαλιές
- Γραβάτες
- Συλλήψεις
- εμπόδια
- εμπόδια
- δένει
- αποκλεισμοί
- επιταγές
- πνίγεται
- Καλογρίδια
- πεζοδρόμια
- απογοητεύει
- κρατάει πίσω
- κρατάει
- λουριά
- χειροπέδες
- καταπιέζει
- διατηρεί
- δεσμά
- πνίγει
- πνίγει
- πνίγει
- καταστέλλει
- Tethers
- ματαιώνει
- δένει
- δεσμοί
Nearest Words of inhibits
Definitions and Meaning of inhibits in English
inhibits
to discourage from free or spontaneous activity especially through the operation of inner psychological or external social constraints, to prevent or slow down the activity or occurrence of, to retard, interfere with, or prevent (a process or reaction), to restrain from free or spontaneous activity especially through the operation of inner psychological or external social constraints, to retard or prevent the formation of, to prevent or hold back from doing something, to hold in check, to cause inhibition, to reduce or suppress the activity of, to prohibit from doing something, to check or restrain the force or vitality of
FAQs About the word inhibits
Definition not available
to discourage from free or spontaneous activity especially through the operation of inner psychological or external social constraints, to prevent or slow down
Εντροπιάζει,εμπόδια,εμποδίζει,εμποδίζει,Εμποδίζει,καθυστερήσεις,τετράγωνα,περιορίζει,κράμπες,διαταράσσει
το AIDS,βοηθά,διευκολύνει,βοηθάει,ανοίγει,καθαρίζει,ενθαρρύνει,απελευθερώνει,ελευθερώνει,χαλαρώνει
inhibitors => αναστολείς, inhibitions => αναστολές, inheritors => κληρονόμοι, inheritances => κληρονομιές, inheritance taxes => Φόρος κληρονομίας,