FAQs About the word inducted

Definition not available

of Induct

εγκαινιάστηκε,εγκατεστημένο,αποδεκτό,βαπτισμένος,βαπτισμένος,καταταγμένος,εγγεγραμμένος/-η/-ο,αρχισμένος,εγκαθιδρυμένος,έλαβε

εκφορτισμένος,απολυμένος,λήξη,κονσέρβα,απολύθηκε

inductance unit => μονάδα επαγωγής, inductance => επαγωγή, induct => εισάγω, inducive => επαγωγικός, inducing => επαγωγική,