Greek Meaning of inducted
inducted
Other Greek words related to inducted
Nearest Words of inducted
- inductee => μυημένος
- inducteous => επαγωγικός
- inductile => Ανελαστικός
- inductility => αναλγησία
- inducting => επάγοντας
- induction => επαγωγή
- induction accelerator => Επαγωγικός επιταχυντής
- induction coil => επαγωγικό πηνίο
- induction generator => Γεννήτρια επαγωγής
- induction heating => επαγωγική θέρμανση
Definitions and Meaning of inducted in English
inducted (imp. & p. p.)
of Induct
FAQs About the word inducted
Definition not available
of Induct
εγκαινιάστηκε,εγκατεστημένο,αποδεκτό,βαπτισμένος,βαπτισμένος,καταταγμένος,εγγεγραμμένος/-η/-ο,αρχισμένος,εγκαθιδρυμένος,έλαβε
εκφορτισμένος,απολυμένος,λήξη,κονσέρβα,απολύθηκε
inductance unit => μονάδα επαγωγής, inductance => επαγωγή, induct => εισάγω, inducive => επαγωγικός, inducing => επαγωγική,