Greek Meaning of held (in)
πραγματοποιήθηκε (στην)
Other Greek words related to πραγματοποιήθηκε (στην)
Nearest Words of held (in)
- held (past) => διεξήχθη (παρελθόν)
- held a brief for => κατείχε για λίγο το χαρτοφυλάκιο
- held a candle to => δεν έφτανε ούτε στο ύψος του
- held back => ανασταλμένος
- held down => κρατημένος κάτω
- held forth => είπε
- held off => άντεξε
- held off (on) => κράτησε μακριά (από)
- held on => Διεξαγόμενη
- held on (to) => κράτησε (σε)
Definitions and Meaning of held (in) in English
held (in)
to stop (an emotion) from being expressed
FAQs About the word held (in)
πραγματοποιήθηκε (στην)
to stop (an emotion) from being expressed
κρυμμένο,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,αμυδρό,περιορισμένος,εκκρινόμενο,καλυμμένος,συγκαλυμμένο,Κρυμμένος,περιεχομενη
μετάδοση,Κυκλοφορεί,διαδεδομένος,μεταδιδόμενο,διαδίδω,μεταδιδόμενο,διάχυτος,διανεμήθηκε,διασκορπισμένος,διασκορπισμένος
held (back) => κράτησε (πίσω), heisted => ληστεμένος, heirs at law => Οι κληρονόμοι εξ αίματος, heirs apparent => φανεροί κληρονόμοι, heirs => κληρονόμοι,