Greek Meaning of held (in)

πραγματοποιήθηκε (στην)

Other Greek words related to πραγματοποιήθηκε (στην)

Definitions and Meaning of held (in) in English

held (in)

to stop (an emotion) from being expressed

FAQs About the word held (in)

πραγματοποιήθηκε (στην)

to stop (an emotion) from being expressed

κρυμμένο,Κρυμμένος,μεταμφιεσμένος,αμυδρό,περιορισμένος,εκκρινόμενο,καλυμμένος,συγκαλυμμένο,Κρυμμένος,περιεχομενη

μετάδοση,Κυκλοφορεί,διαδεδομένος,μεταδιδόμενο,διαδίδω,μεταδιδόμενο,διάχυτος,διανεμήθηκε,διασκορπισμένος,διασκορπισμένος

held (back) => κράτησε (πίσω), heisted => ληστεμένος, heirs at law => Οι κληρονόμοι εξ αίματος, heirs apparent => φανεροί κληρονόμοι, heirs => κληρονόμοι,