Greek Meaning of held off (on)

κράτησε μακριά (από)

Other Greek words related to κράτησε μακριά (από)

Definitions and Meaning of held off (on) in English

held off (on)

No definition found for this word.

FAQs About the word held off (on)

κράτησε μακριά (από)

αναβληθέν,καθυστερημένος,αναβληθείς,αναβλήθηκε,κρατημένος,Laid over,αναβάλλω,βάζω πάνω,κρατημένος,δίσταζε

ενήργησε,ανέλαβε (με),αποφάσισε (για),έκανε,εργάστηκε (σε),σφυρηλατημένος (σε)

held off => άντεξε, held forth => είπε, held down => κρατημένος κάτω, held back => ανασταλμένος, held a candle to => δεν έφτανε ούτε στο ύψος του,