Greek Meaning of elementariness
στοιχειώδες
Other Greek words related to στοιχειώδες
Nearest Words of elementariness
- elementarity => στοιχειώδες
- elementary => στοιχειώδης
- elementary education => βασική εκπαίδευση
- elementary geometry => Στοιχειώδης γεωμετρία
- elementary particle => στοιχειώδες σωματίδιο
- elementary school => δημοτικό σχολείο
- elementation => στοιχειοκρατία
- elementoid => Ελεμεντοειδές
- elements => στοιχεία
- elemi => Ελέμι
Definitions and Meaning of elementariness in English
elementariness (n.)
The state of being elementary; original simplicity; uncompounded state.
FAQs About the word elementariness
στοιχειώδες
The state of being elementary; original simplicity; uncompounded state.
βασικός,θεμελιώδης,εισαγωγικός,ρουτινικός,βασικό,αρχή,Στοιχειώδης,ουσιαστικός,στοιχειώδης,απλός
προηγμένος,σύνθετος,περίπλοκος,λεπτομερής,περίτεχνος,εκτεταμένος,υψηλός,ψηλότερος,σύνθετο,εκλεπτυσμένος
elementarily => στοιχειωδώς, elementar => στοιχειώδης, elementally => στοιχειωδώς, elementality => στοιχειωδώς, elementalism => Ελεμενταλισμός,