Greek Meaning of elapsed
παρελθόν
Other Greek words related to παρελθόν
- Έπαψε
- κατέληξε
- πέθανε
- τελείωσε
- ληγμένο
- διακοπεί
- πέρασε
- σταμάτησε
- λήξη
- έσπασε
- Χώρισαν
- Κλειστό
- αποφασισμένος
- διακοπή
- τελειωμένος
- λήγειν
- αριστερά
- αφήνω κάτι
- παραιτούμαι
- άφησε
- σβησμένος
- πήγε
- κλείνοντας το μάτι (έξω)
- Τραύμα
- μειώθηκε
- δαγκώνω τη σκόνη
- χαλασμένος
- κουρασμένος (έξω)
- κόβω
- αδιέξοδος
- αποφασίζω (από)
- παραιτήθηκε
- Καταρρίφθηκε
- απολυμένος (από)
- γεμάτο (σε συσκευασία)
- σε παύση
- εξαντλημένος
- απείχε (από)
- έμεινε
- Αναστολή
- κατέληξε
- αδύναμος
Nearest Words of elapsed
Definitions and Meaning of elapsed in English
elapsed (a)
(of time) having passed or slipped by
elapsed (imp. & p. p.)
of Elapse
FAQs About the word elapsed
παρελθόν
(of time) having passed or slipped byof Elapse
Έπαψε,κατέληξε,πέθανε,τελείωσε,ληγμένο,διακοπεί,πέρασε,σταμάτησε,λήξη,έσπασε
συνέχεια,κρεμασμένος,επέμενε,διευρυμένο,παρατεταμένος,έβγαλε,παρατεταμένος
elapse => παρέρχομαι, elaps => ελάπς, elapine => ελαπίναι, elapidation => ερείπωση, elapidae => ασπιδοειδή,