Greek Meaning of dynamo
Δυναμό
Other Greek words related to Δυναμό
Nearest Words of dynamo
Definitions and Meaning of dynamo in English
dynamo (n)
generator consisting of a coil (the armature) that rotates between the poles of an electromagnet (the field magnet) causing a current to flow in the armature
dynamo (n.)
A dynamo-electric machine.
FAQs About the word dynamo
Δυναμό
generator consisting of a coil (the armature) that rotates between the poles of an electromagnet (the field magnet) causing a current to flow in the armatureA d
Ηλεκτροπαραγωγός σταθμός,μπάλα φωτιάς,επιτυχημένος,πρόγραμμα εκκίνησης,τρώω,δράστης,επιχειρηματίας,προχωρήστε,Φιλότιμος,ικανός
βραδυκίνητος,τεμπέλης,τεμπέλης,Ξαπλώστρα,τεμπέλης,γυμνοσάλιαγκας,φαρσέρ,ρολογοκλέφτης,πατάτα καναπέ,τεμπέλης
dynamize => ενεργοποίηση, dynamization => Δυναμικοποίηση, dynamitist => δυναμιταδόρος, dynamitism => δυναμισμός, dynamiting => δυναμίτιδα,