Greek Meaning of dwarfed

νάνος

Other Greek words related to νάνος

Definitions and Meaning of dwarfed in English

Webster

dwarfed (imp. & p. p.)

of Dwarf

FAQs About the word dwarfed

νάνος

of Dwarf

αποκλεισμένο,ελαττωμένος,διακοπεί,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε,σταμάτησε,καχεκτικός,καταπιεσμένη,συλληφθείς,πιάστηκε

προηγμένος,ενθάρρυνε,προωθημένο,ενθαρρυνόμενος ,προαγόμενος,ενισχυμένο,θρεμμένος,περιποιημένος

dwarf willow => Σαλίγκαρος, dwarf tulip => μικρόσωμη τουλίπα, dwarf sumac => Νάνος ρούι, dwarf spurge => Αγκάθι το σταυρωτό, dwarf sperm whale => Νάνος φυσητήρας,