Greek Meaning of disseverance

αποζημίωση απόλυσης

Other Greek words related to αποζημίωση απόλυσης

Definitions and Meaning of disseverance in English

Webster

disseverance (n.)

The act of disserving; separation.

FAQs About the word disseverance

αποζημίωση απόλυσης

The act of disserving; separation.

αποσύνδεση,διαίρεση,ξεχωριστό,Κόβω,διαχωρίζω,χωρισμός,σχίζω,αποσύνθεση,Διασύνδεση,διαχωρίζω

συναρμολογώ,συνδυάζω,ενταχθούν,σύνδεσμος,ενοποίηση,ενωθείτε,συσσωρεύω,συνεργάτης,συνημμένο,δέσιμο

dissever => Διαχωρίζω, dissettlement => αποσυγκέντρωση, dissettle => ανήσυχος, disserving => ανάξιος, disserviceable => επιζήμιος,