Greek Meaning of diddler

τσιγκούνης

Other Greek words related to τσιγκούνης

Definitions and Meaning of diddler in English

Webster

diddler (n.)

A cheat.

FAQs About the word diddler

τσιγκούνης

A cheat.

σέρνομαι,καθυστέρηση,σύρετε,καθυστερώ,παίξε,τσιμπάω,μπουσουλώ,χασομεράω,τριγυρνώ,αναβάλλω

βαρέλι,μπουλόνι,αεράκι,Καριέρα,μάθημα,βέλος,παύλα,μύγα,επιταχύνω,καμπούρα

diddle => εξαπατάν, γελοιοποιώ, didder => ντιντερ, didascalic => διδακτικός, didascalar => διδάσκαλος, didapper => Καταδύτης,