Greek Meaning of coordinator

συντονιστής

Other Greek words related to συντονιστής

Definitions and Meaning of coordinator in English

Wordnet

coordinator (n)

someone whose task is to see that work goes harmoniously

FAQs About the word coordinator

συντονιστής

someone whose task is to see that work goes harmoniously

συμβιβά,φιλοξενώ,προσαρμόζω,ευθυγραμμίζω,συντονίζω,συνδυάζω,Συμμορφώνω,συνδέω,συσχετίζειν,Εναρμόνιση

συγχέω,ακαταστασία,αποδιοργανώνω,διαταράσσω,ενοχλώ,στραβός,αναστατωμένος,αποξενώνω,δυσαρμονία,διαταραχή

coordinative => Συντονιστικός, coordination compound => Συντεταγμένο σύμπλοκο, coordination => συντονισμός, coordinating conjunction => Συνδετικός λόγος, coordinating => συντονισμός,