Greek Meaning of coordinative

Συντονιστικός

Other Greek words related to Συντονιστικός

Definitions and Meaning of coordinative in English

Wordnet

coordinative (a)

serving to connect two grammatical constituents of identical construction

FAQs About the word coordinative

Συντονιστικός

serving to connect two grammatical constituents of identical construction

συμβιβά,φιλοξενώ,προσαρμόζω,ευθυγραμμίζω,συντονίζω,συνδυάζω,Συμμορφώνω,συνδέω,συσχετίζειν,Εναρμόνιση

συγχέω,ακαταστασία,αποδιοργανώνω,διαταράσσω,ενοχλώ,στραβός,αναστατωμένος,αποξενώνω,δυσαρμονία,διαταραχή

coordination compound => Συντεταγμένο σύμπλοκο, coordination => συντονισμός, coordinating conjunction => Συνδετικός λόγος, coordinating => συντονισμός, coordinately => συντονισμένα,