Greek Meaning of coinventor
συν-εφευρέτης
Other Greek words related to συν-εφευρέτης
- Κωδικοentwickler
- Συμπαραγωγός
- συν-ερευνητής
- ονειροπόλος
- εφευρέτης
- δημιουργός
- πρωτοπόρος
- παραγωγός
- ερευνητής
- συγγραφέας
- κατασκευαστής
- δημιουργός
- Σχεδιαστής
- προγραμματιστής
- ιδρυτής
- γεννήτρια
- ο εκκινητής
- Καινοτόμος
- πατέρας
- εφευρέτης
- σχεδιαστής
- ιδρυτής
- πατέρας
- συνθέτης
- πρωτοπόρος
- ιδρυτής
- ιδρυτής
- Ιδρυτής
- εισαγωγέας
- Πρωτοπόρος
- σχεδιαστής
- ερευνητής
- κύριος
Nearest Words of coinventor
Definitions and Meaning of coinventor in English
coinventor
to invent (something) with one or more other people
FAQs About the word coinventor
συν-εφευρέτης
to invent (something) with one or more other people
Κωδικοentwickler,Συμπαραγωγός,συν-ερευνητής,ονειροπόλος,εφευρέτης,δημιουργός,πρωτοπόρος,παραγωγός,ερευνητής,συγγραφέας
διάφραγμα,φωτοτυπικό μηχάνημα,πολυγραφικό μηχάνημα,Μιμητής,μιμητής,μιμητής
coining => νομισματοκοπία, coined => κ coined, coincided => συνέπεσε, coinages => Νομίσματα, coils => πηνία,