Greek Meaning of choreographing
χορογραφώντας
Other Greek words related to χορογραφώντας
- διάταξη
- σχεδιάζοντας
- οργάνωση
- προγραμματισμός
- συνωμοσία
- προετοιμάζει
- προϋπολογισμός
- υπολογίζοντας
- γράφημα
- σχεδίαση
- σύνταξη
- Χαρτογράφηση (έξω)
- Περίγραμμα
- προβαλλόμενος
- διαμόρφωση
- στόχευση
- προσχέδιο
- συναυλία
- συνωμότης
- στοχαστικός
- επινοώντας
- υπολογισμός
- Καδράρισμα
- σηκώνομαι
- φορώντας
- σκοπεύοντας
- συναρπαστικό
- τοποθέτηση
- μηχανορραφώντας
- διαλογιζόμενος
- συνωμότης (έξω)
- Σκίτσο
- στρατηγική (σχετικά με)
Nearest Words of choreographing
Definitions and Meaning of choreographing in English
choreographing
to arrange or direct the movements, progress, or details of, to engage in choreography, to compose the choreography of
FAQs About the word choreographing
χορογραφώντας
to arrange or direct the movements, progress, or details of, to engage in choreography, to compose the choreography of
διάταξη,σχεδιάζοντας,οργάνωση,προγραμματισμός,συνωμοσία,προετοιμάζει,προϋπολογισμός,υπολογίζοντας,γράφημα,σχεδίαση
No antonyms found.
chorales => χορικά, chopping (down) => κοπή, chopped (down) => κομμένο (κάτω), chop (down) => Κόβω (ένα δέντρο), chomping at the bit => δαγκώνω το χαλινάρι,