FAQs About the word chopped (down)

κομμένο (κάτω)

to cut (a tree, bush, etc.) at the bottom so that it falls to the ground

κόβω (κάτω),χορτοκομμένο,κατεδαφισμένο,κομμένος,επίπεδο,σκαλισμένο,επιπέδωσε,κατεδαφισμένος,κατέδαφισε

No antonyms found.

chop (down) => Κόβω (ένα δέντρο), chomping at the bit => δαγκώνω το χαλινάρι, chomping (on) => μασώντας (κάτι), chomped (on) => δαγκώνω, chomp (on) => μασώ,