Greek Meaning of aiming
στόχευση
Other Greek words related to στόχευση
Nearest Words of aiming
Definitions and Meaning of aiming in English
aiming (p. pr. & vb. n.)
of Aim
FAQs About the word aiming
στόχευση
of Aim
χύτευση,σκηνοθεσία,εστίαση,επικεφαλίδα,κατοχή,ρύθμιση,κάμψη,συγκεντρώνοντας,εξομάλυνση,ισοπέδωση
αποτρεπόμενο,καμπυλώνω,εκκλίνων,παραπλανητικό,ελιγμός,παράκαμψη,επαναδρομολόγηση,παρέκκλιση
aimer => αγαπώ, aimee semple mcpherson => Αιμή Σεμπλ ΜακΦέρσον, aimed => στοχευμένος, aim => στόχος, ailurus fulgens => Μικρή πάντα,