Greek Meaning of centrism

κεντρισμός

Other Greek words related to κεντρισμός

Definitions and Meaning of centrism in English

Wordnet

centrism (n)

a political philosophy of avoiding the extremes of left and right by taking a moderate position or course of action

FAQs About the word centrism

κεντρισμός

a political philosophy of avoiding the extremes of left and right by taking a moderate position or course of action

κεντρικός,μέτριος,στη μέση του δρόμου,ουδέτερος,ορθόδοξος,παραδοσιακό,συμβατικός,ψύχραιμος,μη επαναστατικός,λογικός

συντηρητικός,υπερβολικός,εξτρεμιστής,αριστερός,φιλελεύθερος,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,αντιδραστικός,επαναστατικός,Δεξιός

centriscoid => Κεντρικό, centriscidae => Αλογόψαρα, centripetency => Κεντρομόλος δύναμη, centripetence => κεντρομόλος δύναμη, centripetal force => κεντρομόλος δύναμη,