Greek Meaning of butted

συγκρούστηκαν

Other Greek words related to συγκρούστηκαν

Definitions and Meaning of butted in English

Webster

butted (imp. & p. p.)

of But

of Butt

FAQs About the word butted

συγκρούστηκαν

of But, of Butt

χτύπησε,ντυμένος,χτύπησε,σπρώχθηκε,γονατισμένος,επιπέδωσε,τρύπησε,έσπρωξε,πατημένος,κρεμώδης

No antonyms found.

butte => επιτραπέζιο βουνό, butt welding => Συγκολλητης μετωπικης, butt weld => Συγκολληση οπισθίων, butt pack => Σακίδιο, butt on => Καθήστε,