Greek Meaning of babysitting
Φύλαξη παιδιών
Other Greek words related to Φύλαξη παιδιών
- κλιμάκωση
- παρακολούθηση
- παρών
- Κακομαθαίνω
- φροντίδα (για)
- συνοδεία
- αγωγός
- Ελεγχόμενος
- Καθοδήγηση
- διαχείριση
- μητρότητα
- λειτουργική
- την εποπτεία
- Ρυθμιστικό
- βοσκός
- επίβλεψη
- φροντίζον
- διοικητικός
- σκηνοθεσία
- Κυβερνών
- φρούρηση
- έχοντας υπόψη
- περιπολία
- υπεύθυνος
- προστατευτικός
- τρέξιμο
- προστασία
- θωράκιση
- Διαχείριση
Nearest Words of babysitting
Definitions and Meaning of babysitting in English
babysitting (n)
the work of a baby sitter; caring for children when their parents are not home
FAQs About the word babysitting
Φύλαξη παιδιών
the work of a baby sitter; caring for children when their parents are not home
κλιμάκωση,παρακολούθηση,παρών,Κακομαθαίνω,φροντίδα (για),συνοδεία,αγωγός,Ελεγχόμενος,Καθοδήγηση,διαχείριση
Εγκατάλειψη,λήθη,αγνοώντας,παραμελώ,αγνοώντας,διερχόμενος
baby-sitter => Μπέιμπι σίτερ, babysitter => μπέιμπι σίτερ, baby-sit => Παιδοκόμος, babysit => παιδοφύλακας, babyship => νταντά,