Greek Meaning of apriority
a priori
Other Greek words related to a priori
Nearest Words of apriority
Definitions and Meaning of apriority in English
apriority (n.)
The quality of being innate in the mind, or prior to experience; a priori reasoning.
FAQs About the word apriority
a priori
The quality of being innate in the mind, or prior to experience; a priori reasoning.
παράγωγο,συναγόμενο,συμπερασματικός,αιτιολογημένος,εκπιπτόμενο,εκπτωτικός,υποθετικός,συμπερασματικός,λογικός,θεωρητικός
απόλυτος,ορισμένος,σαφής,εκφράζω,επαγωγικός,μη επαγωγικός,κατηγορηματικός,παράλογος,επαγώγιμος,ενστικτώδης
apriorism => a πρiόρι, april fools' day => Πρωταπριλιά, april fools' => Πρωταπριλιά, april fool => Πρωταπριλιά, april => Απρίλιος,