Greek Meaning of apostleship
αποστολή
Other Greek words related to αποστολή
- συνήγορος
- υποστηρικτής
- εκθέτης
- Υποστηρικτής
- οπαδός
- ενισχυτής
- πρωταθλητής
- μαθητής
- υιοθετήσει
- ερμηνευτής
- φίλος
- ευαγγελιστής
- κήρυκας
- Ιεροφάντης
- Αρχιερέας
- παλαδίνος
- προωθητής
- Πρωταγωνιστής
- Γνήσιος πιστός
- λευκός ιππότης
- οπαδός
- υποστηρικτής
- μαζορέτα
- ομοσπονδία
- υποστηρικτής
- Ακόλουθος
- ευαγγελιστής
- διερμηνέας
- βασιλικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- σταθερός
- τύμπανο
Nearest Words of apostleship
- apostolate => αποστολή
- apostolic => αποστολικός
- apostolic delegate => Αποστολικός Παπικός Απεσταλμένος
- apostolical => αποστολικός
- apostolically => αποστολικώς
- apostolicalness => αποστολικός
- apostolicism => Αποστολισμός
- apostolicity => αποστολικότης
- apostrophe => απόστροφος
- apostrophic => αποστροφικός
Definitions and Meaning of apostleship in English
apostleship (n)
the position of apostle
apostleship (n.)
The office or dignity of an apostle.
FAQs About the word apostleship
αποστολή
the position of apostleThe office or dignity of an apostle.
συνήγορος,υποστηρικτής,εκθέτης,Υποστηρικτής,οπαδός,ενισχυτής,πρωταθλητής,μαθητής,υιοθετήσει,ερμηνευτής
αντίπαλος,ανταγωνιστής,εχθρός,Αντίπαλος,κριτικός,εχθρός,αντίπαλος,μειωτής,κριτικός
apostle paul => Απόστολος Παύλος, apostle of the gentiles => ἀπόστολος ἐθνῶν, apostle of germany => Απόστολος της Γερμανίας, apostle => απόστολος, apostille => Αποστίλ (Apostille),