Greek Meaning of will power

Θέληση

Other Greek words related to Θέληση

Definitions and Meaning of will power in English

Wordnet

will power (n)

the trait of resolutely controlling your own behavior

FAQs About the word will power

Θέληση

the trait of resolutely controlling your own behavior

συγκράτηση,Αυτοέλεγχος,Ψυχραιμία,εμπιστοσύνη,Εγκράτεια,Αποφασιστικότητα,Πειθαρχία,νεύρο,αυτοέλεγχος,Αυτοπειθαρχία

αποτυχημένος,ικανοποίηση,επιείκεια,ασυδοσία,Υπερβολή,αδυναμία,Παράπτωμα,υπερβολή,λάθος,Αδυναμία

will keith kellog => Ουίλ Κιθ Κέλλογκ, will hays => Γουίλ Χέις, will durant => Γουίλ Ντουράντ, will => θα, wilkins micawber => Wilkins Micawber,