Greek Meaning of triumphantly

Θριαμβευτικά

Other Greek words related to Θριαμβευτικά

Definitions and Meaning of triumphantly in English

Wordnet

triumphantly (r)

in a triumphant manner

Webster

triumphantly (adv.)

In a triumphant manner.

FAQs About the word triumphantly

Θριαμβευτικά

in a triumphant mannerIn a triumphant manner.

Ευημερούσα,επιτυχής,ακμάζων,φοίνικας,ελπιδοφόρος,ακμάζων,Ανθηρός,ερχομένων,Gangbuster,πηγαίνω

απέτυχε,αποτυχημένος,απελπισμένος,δυσμενής,άχρηστος,μη ελπιδοφόρος,ανεπιτυχής,Χρεωκοπία,καταρρέων,μειούμενη

triumphant => θριαμβευτικός, triumphal arch => Αψίδα θριάμβου, triumphal => θριαμβευτικός, triumph => θρίαμβος, tritylene => τριαιθυλένιο,