Greek Meaning of triumphing

θριαμβευτικός

Other Greek words related to θριαμβευτικός

Definitions and Meaning of triumphing in English

Webster

triumphing (p. pr. & vb. n.)

of Triumph

Webster

triumphing (a.)

Having or celebrating a triumph; victorious; triumphant.

FAQs About the word triumphing

θριαμβευτικός

of Triumph, Having or celebrating a triumph; victorious; triumphant.

επικρατούσας,νίκη,κατάκτηση,υπερνίκηση,επακόλουθος,μεταφέροντας την ημέρα,ανταγωνιζόμενος,χοροπηδάω,τρίξιμο,συμπίεση

αποτυχημένος,Χάνοντας,καταρρέων,μειούμενη,δίπλωμα,αγωνιζόμενος,πλαταγίζοντας,σφαδάζω,ολίσθηση,πτωτικό

triumpher => θριαμβευτής, triumphed => θριάμβευσε, triumphantly => Θριαμβευτικά, triumphant => θριαμβευτικός, triumphal arch => Αψίδα θριάμβου,