Greek Meaning of toadyism

κολακεία

Other Greek words related to κολακεία

Definitions and Meaning of toadyism in English

Webster

toadyism (n.)

The practice of meanly fawning on another; base sycophancy; servile adulation.

FAQs About the word toadyism

κολακεία

The practice of meanly fawning on another; base sycophancy; servile adulation.

γλείφτης,ανεμιστήρας,υπηρέτης,υπηρέτης,δεξί χέρι,μίνιον,παράσιτο,σφουγγάρι,κόλακας,υποχείριο

καταφρονώ,Περιφρόνηση,περιφρόνηση,γενναίος,πρόκληση,αψηφώ,κοροϊδία,κοροϊδεύω,σούστα,χλευάζω

toadyish => δουλοπρεπής, toadying => κολακεύω, toady => Κόλακας, toadstool => Μανιτάρι, toadstone => βάτραχος πέτρα,