Greek Meaning of tenability
βιωσιμότητα
Other Greek words related to βιωσιμότητα
Nearest Words of tenability
Definitions and Meaning of tenability in English
tenability (n)
the quality of being plausible or acceptable to a reasonable person
tenability (n.)
The quality or state of being tenable; tenableness.
FAQs About the word tenability
βιωσιμότητα
the quality of being plausible or acceptable to a reasonable personThe quality or state of being tenable; tenableness.
υπερασπίσιμος,υπερασπίστηκε,αμυντικός,προστατευμένο,ασφαλής,ασφαλισμένος,Φρουρούμενος,αλεξίσφαιρος,απόρθητος,αδάμαστος
αμυντικός,αβίωτος,εκτεθειμένο,Ανασφαλής,υπεύθυνος,ανοιχτό,ευαίσθητος,Ασυνόδευτος,ανασφάλιστο,ευάλωτος
ten thousand => δέκα χιλιάδες, ten dollar bill => χαρτονόμισμα των δέκα δολαρίων, ten commandments => Δέκα Εντολές, ten => δέκα, temulentive => μεθυστικό,