Greek Meaning of synthesist

συνθετικός

Other Greek words related to συνθετικός

Definitions and Meaning of synthesist in English

Wordnet

synthesist (n)

an intellectual who synthesizes or uses synthetic methods

FAQs About the word synthesist

συνθετικός

an intellectual who synthesizes or uses synthetic methods

κράμα,Αμάλγαμα,συγχώνευση,μίγμα,συνδυασμός,σύντηξη,μίγμα,Μείγμα,ανάμειξη,ποικιλία

συνιστώσα,Στοιχείο,συστατικό,συστατικό

synthesise => συνθέτω, synthesis => σύνθεση, syntax language => Συντακτική γλώσσα, syntax error => συντακτικό λάθος, syntax checker => Έλεγχος σύνταξης,