Greek Meaning of reformation
reformation
Other Greek words related to reformation
- γενική επισκευή
- Επανασχεδιασμός
- Μεταρρύθμιση
- προσαρμογή
- αλλοίωση
- τροποποίηση
- αλλαγή
- Διόρθωση
- επιδιόρθωση
- Τροποποίηση
- Ανασυγκρότηση
- Επανατροπή
- διόρθωση
- επανασχεδιασμός
- επαναδημιουργία
- ανακαίνιση
- Επισκευή
- επισκευή
- ανανέωση
- αναθεωρώ
- αναθεώρηση
- αναθεώρηση
- Μεταμόρφωση
- παραλλαγή
- αλλαγή
- Παραμόρφωση
- διαφορά
- παραμόρφωση
- μετατόπιση
- παραμόρφωση
- επισκευή
- μεταμόρφωση
- μετάλλαξη
- επανάληψη
- επανεκτέλεση
- αντικατάσταση
- κριτική
- μετατόπιση
- υποκατάσταση
- Μεταμόρφωση
- Μετάβαση
- μετατροπή
- Ρυθμίζω
Nearest Words of reformation
- reformalize => επαναδιατυπώνω
- reformado => μεταρρυθμισμένος
- reformade => ρεφορμάδες
- reformable => Μεταρρυθμιστικός
- reform school => Σχολείο επανόρθωσης
- reform movement => Κίνημα μεταρρύθμισης
- reform judaism => Μεταρρυθμιστικός Ιουδαϊσμός
- reform jew => Εβραίος της Μεταρρύθμισης
- re-form => Αναδιαμορφώνω
- reform => Μεταρρύθμιση
Definitions and Meaning of reformation in English
reformation (n)
improvement (or an intended improvement) in the existing form or condition of institutions or practices etc.; intended to make a striking change for the better in social or political or religious affairs
a religious movement of the 16th century that began as an attempt to reform the Roman Catholic Church and resulted in the creation of Protestant churches
rescuing from error and returning to a rightful course
reformation (n.)
The act of reforming, or the state of being reformed; change from worse to better; correction or amendment of life, manners, or of anything vicious or corrupt; as, the reformation of manners; reformation of the age; reformation of abuses.
Specifically (Eccl. Hist.), the important religious movement commenced by Luther early in the sixteenth century, which resulted in the formation of the various Protestant churches.
FAQs About the word reformation
Definition not available
improvement (or an intended improvement) in the existing form or condition of institutions or practices etc.; intended to make a striking change for the better
γενική επισκευή,Επανασχεδιασμός,Μεταρρύθμιση,προσαρμογή,αλλοίωση,τροποποίηση,αλλαγή,Διόρθωση,επιδιόρθωση,Τροποποίηση
προσήλωση,σταθεροποίηση
reformalize => επαναδιατυπώνω, reformado => μεταρρυθμισμένος, reformade => ρεφορμάδες, reformable => Μεταρρυθμιστικός, reform school => Σχολείο επανόρθωσης,