Greek Meaning of ratchet
τριμπα
Other Greek words related to τριμπα
- πτώση
- Μείωση
- μειώνω
- άμπωτης
- συρρικνώνω
- σταδιακά μειώνομαι
- πεθαίνω (μακριά ή κάτω ή έξω)
- μειώνω
- ευκολία
- εξατμίζω
- πτώση
- πέσει μακριά
- λιγώτερο
- αφήνω κάτι
- Χαμηλότερος
- μέτριος
- πέπλος
- υποχωρώ
- επιμένω
- αποστείλω
- υποχωρώ
- κώνος
- εξαφανίζομαι
- μειώνομαι
- εξασθενώ
- στραγγίζω
- αφήνω
- Φάση μείωσης
- αργά
- ουρά (εκτός)
- μειώνω
- ανακουφίζω
- συμπιέζω
- πυκνώνω
- συσφίγγω
- Σύμβαση
- Εκτόνωση
- Σημαία
- διανέμω
- χαλάρωσε
- χαλαρώνω
- σπηλιά (εντός)
- Ξεθωριάζει (μακριά)
- σπαταλώ
- λιώνω (μακριά)
- peter (out)
Nearest Words of ratchet
- ratchet down => μειώνω
- ratchet screwdriver => Ρατσέτα
- ratchet wheel => Σφραγιδόλιθος
- rate => τιμή
- rate of attrition => Ρυθμός αποσύνθεσης
- rate of depreciation => ρυθμός απόσβεσης
- rate of exchange => Συνάλλαγμα
- rate of flow => ρυθμός ροής
- rate of growth => Ρυθμός ανάπτυξης
- rate of inflation => ρυθμός πληθωρισμού
Definitions and Meaning of ratchet in English
ratchet (n)
mechanical device consisting of a toothed wheel or rack engaged with a pawl that permits it to move in only one direction
ratchet (v)
move by degrees in one direction only
ratchet (n.)
A pawl, click, or detent, for holding or propelling a ratchet wheel, or ratch, etc.
A mechanism composed of a ratchet wheel, or ratch, and pawl. See wheel, below, and 2d Ratch.
FAQs About the word ratchet
τριμπα
mechanical device consisting of a toothed wheel or rack engaged with a pawl that permits it to move in only one direction, move by degrees in one direction only
πτώση,Μείωση,μειώνω,άμπωτης,συρρικνώνω,σταδιακά μειώνομαι,πεθαίνω (μακριά ή κάτω ή έξω),μειώνω,ευκολία,εξατμίζω
συσσωρεύω,μπαλόνι,χτίζω,διευρύνω,Αναβάθμιση,επεκτείνω,μεγαλώνω,αύξηση,Εντατικοποιώ,τοποθετώ
ratchel => Ρέιτσελ, ratch => τριχράκη, rat-catcher => Αρουροθήρας, ratbite fever bacterium => Βακτήριο του πυρετού από δάγκωμα αρουραίου, ratbite fever => Πυρετός από δάγκωμα αρουραίου,