Greek Meaning of peter (out)
peter (out)
Other Greek words related to peter (out)
- εξατμίζω
- διανέμω
- εξαφανίζομαι
- Ξεθωριάζει (μακριά)
- σπαταλώ
- λιώνω (μακριά)
- αργά
- ουρά (εκτός)
- ανακουφίζω
- συμπιέζω
- πυκνώνω
- συσφίγγω
- Σύμβαση
- Μείωση
- μειώνω
- μειώνω
- πέσει μακριά
- αφήνω κάτι
- μέτριος
- υποχωρώ
- συρρικνώνω
- χαλαρώνω
- υποχωρώ
- κώνος
- σταδιακά μειώνομαι
- μειώνομαι
- πεθαίνω (μακριά ή κάτω ή έξω)
- στραγγίζω
- αφήνω
- καστάνιετα
- καστάνια (κάτω)
- μειώνω
- κατάρρευση
- πτώση
- Εκτόνωση
- ευκολία
- άμπωτης
- πτώση
- Σημαία
- λιγώτερο
- Χαμηλότερος
- πέπλος
- χαλάρωσε
- επιμένω
- αποστείλω
- εξασθενώ
- σπηλιά (εντός)
- Φάση μείωσης
Nearest Words of peter (out)
Definitions and Meaning of peter (out) in English
peter (out)
to gradually become smaller, weaker, or less before stopping or ending
FAQs About the word peter (out)
peter (out)
to gradually become smaller, weaker, or less before stopping or ending
εξατμίζω,διανέμω,εξαφανίζομαι,Ξεθωριάζει (μακριά),σπαταλώ,λιώνω (μακριά),αργά,ουρά (εκτός),ανακουφίζω,συμπιέζω
συσσωρεύω,εμφανίζω,χτίζω,αναδύομαι,διευρύνω,Αναβάθμιση,επεκτείνω,μεγαλώνω,αύξηση,Εντατικοποιώ
pesty => ενοχλητικός, pests => παράσιτα, pesticides => φυτοφάρμακα, pesters => ενοχλεί, pessimists => απαισιόδοξοι,