Greek Meaning of pull-up
έλξεις
Other Greek words related to έλξεις
- ανατρέφω
- aρπάζω
- έλεγχος
- συντάσσειν
- σταματώ
- κρατήστε
- περίπτερο
- μένω
- σταματάω
- σύλληψη
- μπλοκ
- αποκόβω
- φέρνω
- εμποδίζω
- κρατώ
- απέχω
- ακόμα
- Αναστέλλω
- μπερδεύω
- βαλκ
- αποκλεισμός
- στενόχωρο πέρασμα
- κλήση
- απόφραξη
- Συμπεραίνουμε
- φράγμα
- καθυστερώ
- διακόπτω
- τέλος
- εμποδίζω
- εμποδίζω
- καταπιέζω
- κόμπος
- στέλεχος
- καταπιέζω
- τερματισμός
- γυρίζω πίσω
- συγκρατώ
Nearest Words of pull-up
- pulmometry => σπιρομέτρηση
- pulmonary => πνευμονικός
- pulmonary anthrax => πνευμονική άνθρακα
- pulmonary artery => πνευμονική αρτηρία
- pulmonary circulation => Πνευμονική κυκλοφορία
- pulmonary congestion => Πνευμονικό οίδημα
- pulmonary embolism => Πνευμονική εμβολή
- pulmonary emphysema => Εμφύσημα των πνευμόνων
- pulmonary plexis => Πνευμονική πλέξη
- pulmonary reserve => πνευμονική εφεδρεία
Definitions and Meaning of pull-up in English
pull-up
to bring to a stop, to come to an often abrupt halt, check, rebuke, such an exercise done with the palms facing outward compare chin-up, to draw even with others in a race, to check oneself, an exercise in which one hangs by the hands from a support (such as a horizontal bar) and pulls oneself up until the chin is level with the support
FAQs About the word pull-up
έλξεις
to bring to a stop, to come to an often abrupt halt, check, rebuke, such an exercise done with the palms facing outward compare chin-up, to draw even with oth
ανατρέφω,aρπάζω,έλεγχος,συντάσσειν,σταματώ,κρατήστε,περίπτερο,μένω,σταματάω,σύλληψη
Συνέχισε,συνεχίζω,Συνεχίζω,τρέχω,συνεχίζω (σε),πρόοδος,τιμή,ακολουθώ,Μάρτιος,κινώ
pullulation => συρροή, pullulate with => σφύζει από, pullulate => σφύζω από ζωή, pull-through => έλξετε μέσω, pullover => πουλόβερ,