Greek Meaning of pullulate
σφύζω από ζωή
Other Greek words related to σφύζω από ζωή
Nearest Words of pullulate
- pullulate with => σφύζει από
- pullulation => συρροή
- pull-up => έλξεις
- pulmometry => σπιρομέτρηση
- pulmonary => πνευμονικός
- pulmonary anthrax => πνευμονική άνθρακα
- pulmonary artery => πνευμονική αρτηρία
- pulmonary circulation => Πνευμονική κυκλοφορία
- pulmonary congestion => Πνευμονικό οίδημα
- pulmonary embolism => Πνευμονική εμβολή
Definitions and Meaning of pullulate in English
pullulate (v)
be teeming, be abuzz
move in large numbers
produce buds, branches, or germinate
become abundant; increase rapidly
breed freely and abundantly
FAQs About the word pullulate
σφύζω από ζωή
be teeming, be abuzz, move in large numbers, produce buds, branches, or germinate, become abundant; increase rapidly, breed freely and abundantly
εξόγκωμα,εκραγώ,βούισμα,Αφθονούν,γείσο,τρίχα,σέρνομαι,βούισμα,υπερχείλιση,σμήνος
ανάγκη,θέλω,έλλειψη
pull-through => έλξετε μέσω, pullover => πουλόβερ, pullout => απόσυρση, pullorum disease => Πουλλόρωση, pull-off => Τραβώ,