Greek Meaning of pulmometry
σπιρομέτρηση
Other Greek words related to σπιρομέτρηση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pulmometry
- pulmonary => πνευμονικός
- pulmonary anthrax => πνευμονική άνθρακα
- pulmonary artery => πνευμονική αρτηρία
- pulmonary circulation => Πνευμονική κυκλοφορία
- pulmonary congestion => Πνευμονικό οίδημα
- pulmonary embolism => Πνευμονική εμβολή
- pulmonary emphysema => Εμφύσημα των πνευμόνων
- pulmonary plexis => Πνευμονική πλέξη
- pulmonary reserve => πνευμονική εφεδρεία
- pulmonary stenosis => Στένωση πνευμονικής βαλβίδας
Definitions and Meaning of pulmometry in English
pulmometry (n.)
The determination of the capacity of the lungs.
FAQs About the word pulmometry
σπιρομέτρηση
The determination of the capacity of the lungs.
No synonyms found.
No antonyms found.
pull-up => έλξεις, pullulation => συρροή, pullulate with => σφύζει από, pullulate => σφύζω από ζωή, pull-through => έλξετε μέσω,