Greek Meaning of pulmonary congestion
Πνευμονικό οίδημα
Other Greek words related to Πνευμονικό οίδημα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pulmonary congestion
- pulmonary circulation => Πνευμονική κυκλοφορία
- pulmonary artery => πνευμονική αρτηρία
- pulmonary anthrax => πνευμονική άνθρακα
- pulmonary => πνευμονικός
- pulmometry => σπιρομέτρηση
- pull-up => έλξεις
- pullulation => συρροή
- pullulate with => σφύζει από
- pullulate => σφύζω από ζωή
- pull-through => έλξετε μέσω
- pulmonary embolism => Πνευμονική εμβολή
- pulmonary emphysema => Εμφύσημα των πνευμόνων
- pulmonary plexis => Πνευμονική πλέξη
- pulmonary reserve => πνευμονική εφεδρεία
- pulmonary stenosis => Στένωση πνευμονικής βαλβίδας
- pulmonary trunk => Πνευμονικός κορμός
- pulmonary tuberculosis => Φυματίωση πνευμόνων
- pulmonary valve => Πνευμονική βαλβίδα
- pulmonary vein => πνευμονική φλέβα
- pulmonata => Σαλιγκάρια
Definitions and Meaning of pulmonary congestion in English
pulmonary congestion (n)
congestion in the lungs
FAQs About the word pulmonary congestion
Πνευμονικό οίδημα
congestion in the lungs
No synonyms found.
No antonyms found.
pulmonary circulation => Πνευμονική κυκλοφορία, pulmonary artery => πνευμονική αρτηρία, pulmonary anthrax => πνευμονική άνθρακα, pulmonary => πνευμονικός, pulmometry => σπιρομέτρηση,