Greek Meaning of pulmonary vein
πνευμονική φλέβα
Other Greek words related to πνευμονική φλέβα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of pulmonary vein
- pulmonary valve => Πνευμονική βαλβίδα
- pulmonary tuberculosis => Φυματίωση πνευμόνων
- pulmonary trunk => Πνευμονικός κορμός
- pulmonary stenosis => Στένωση πνευμονικής βαλβίδας
- pulmonary reserve => πνευμονική εφεδρεία
- pulmonary plexis => Πνευμονική πλέξη
- pulmonary emphysema => Εμφύσημα των πνευμόνων
- pulmonary embolism => Πνευμονική εμβολή
- pulmonary congestion => Πνευμονικό οίδημα
- pulmonary circulation => Πνευμονική κυκλοφορία
Definitions and Meaning of pulmonary vein in English
pulmonary vein (n)
any of four veins that carry arterial blood from the lungs to the left atrium of the heart
FAQs About the word pulmonary vein
πνευμονική φλέβα
any of four veins that carry arterial blood from the lungs to the left atrium of the heart
No synonyms found.
No antonyms found.
pulmonary valve => Πνευμονική βαλβίδα, pulmonary tuberculosis => Φυματίωση πνευμόνων, pulmonary trunk => Πνευμονικός κορμός, pulmonary stenosis => Στένωση πνευμονικής βαλβίδας, pulmonary reserve => πνευμονική εφεδρεία,