Greek Meaning of princeling

Πριγκηπόπουλο

Other Greek words related to Πριγκηπόπουλο

Definitions and Meaning of princeling in English

Wordnet

princeling (n)

a petty or insignificant prince who rules some unimportant principality

a young prince

FAQs About the word princeling

Πριγκηπόπουλο

a petty or insignificant prince who rules some unimportant principality, a young prince

βαρόνος,Βαρονέτος,δούκας,κόμης,μαρκήσιος,πρίγκιπας,υψηλός αξιωματούχος,καβαλάρης,ιππότης,μετρώ

παχύδερμος,κοινός άνθρωπος,πείρος,Φελάχ,Παρτάλι,πιόνι,αγροίκος,κόθων,προλετάριος,όχλος

princedom => πριγκιπάτο, prince rupert => Πρίγκιπας Ρούπερτ, prince philip => Πρίγκιπας Φίλιππος, prince peter kropotkin => Πρίγκιπας Πιοτρ Αλεξέγιεβιτς Κροπότκιν, prince otto von bismarck => πρίγκηπας Όθων φον Μπίσμαρκ,