FAQs About the word cottar

κόθων

a peasant farmer in the Scottish Highlands, fastener consisting of a wedge or pin inserted through a slot to hold two other pieces together

παχύδερμος,Φελάχ,Παρτάλι,πιόνι,αγροίκος,κοινός άνθρωπος,όχλος,πληβειακός,προλετάριος,εργάτης

κύριος,κύριος,ευγενής,συνάδελφος,τζέντλεμαν της υπαίθρου,γκράντε,- ιππότης,κύριέ μου,ιπποκόμος,καβαλάρης

cottager => αγρότης, cottage tulip => Κοτατζοειδής τουλίπα, cottage tent => σκηνή πανσιόν, cottage pink => Ροζ της καλύβας, cottage pie => Πίτα βοσκού,