Greek Meaning of hidalgo

hidalgo

Other Greek words related to hidalgo

Definitions and Meaning of hidalgo in English

Webster

hidalgo (n.)

A title, denoting a Spanish nobleman of the lower class.

FAQs About the word hidalgo

hidalgo

A title, denoting a Spanish nobleman of the lower class.

βαρόνος,Βαρονέτος,καβαλάρης,ιππότης,δον,δούκας,κόμης,ευγενής,- ιππότης,μαρκήσιος

παχύδερμος,αγροίκος,πείρος,Φελάχ,Παρτάλι,πιόνι,κοινός άνθρωπος,κόθων,προλετάριος,όχλος

hidage => Χιδάγχη, hid => Κρυμμένος, hickway => Χίκγουεϊ, hickwall => Τοιχος απο τούβλα, hickup => λόξυγγας,