Greek Meaning of picketed

έστησαν πικετοφορία

Other Greek words related to έστησαν πικετοφορία

Definitions and Meaning of picketed in English

Webster

picketed (imp. & p. p.)

of Picket

FAQs About the word picketed

έστησαν πικετοφορία

of Picket

buffer,συντηρημένο,αμφισβητούμενο,πολέμησε,αντίθετο,πασσαλωμένος,συντηρημένο,αντιστάθηκε,αποθηκευμένο,περιφραγμένος

επιτέθηκε,επιτεθεί,επιτέθηκε,περικυκλωμένος,πολιορκημένος,εφόρμησε,υποβληθεί,κατέληξε σε συνθηκολόγηση,υποχώρησε,κατακλύζω

picket ship => Πλοίο τεθωρακισμένο, picket line => Πικετατζήδες, picket fence => Φράχτης με πασσάλους, picket boat => Περιπολικό σκάφος, picket => Απεργός φρουρός,